παράκληση
(ουσ. θηλ.)
παράκληση
[paˈraklisi]
Ανακ., Γούρδ., Μισθ., Τσουχούρ.
παράκλεσ̑'
[paˈrakleʃ]
Αξ.
Γεν. Εν.
παρακλεσ̑ού
[parakleˈʃu]
Αξ.
Από το αρχ. ουσ. παράκλησις (< παρακαλέω) = ικεσία. Η σημ. ‘δέηση' μεσν. Η λ. από την εκκλ. παράδ.
Δέηση
ό.π.τ.
:
Φκιάισ̑καν παρακληση
(Έκαναν παράκληση)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
σ̑ανίσκαμ’ παράκληση
(κάναμε παράκληση)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Τοπλατίσταν σον Αρσένιο, ποίκαν παράκληση
(Συγκεντρώθηκαν στον Άγιο Αρσένιο, έκαναν παράκληση)
Τσουχούρ.
-VLACH
Συνών.
παρακλήσηριο