παράκληση
(ουσ. θηλ.)
παράκληση
[paˈraklisi]
Ανακ., Γούρδ., Μισθ., Τροχ., Τσουχούρ.
παράκλησ'
[paʹraklis]
Μισθ.
παράκλησ̑'
[paʹrakliʃ]
Φλογ.
παράκλεσ̑'
[paˈrakleʃ]
Αξ.
Γεν. Εν.
παρακλεσ̑ού
[parakleˈʃu]
Αξ.
Πληθ.
παράκλησ̑ηρια
[paˈrakliʃirʝa]
Αραβαν.
Από το αρχ. ουσ. παράκλησις (< παρακαλέω) = ικεσία. Η σημ. ‘δέηση’ μεσν. Η λ. από την εκκλ. παράδ.
Παράκληση, ακολουθία μικρής διάρκειας, που περιέχει κυρίως δέηση προς την Παναγία ή τους αγίους
ό.π.τ.
:
Φκιάισ̑καν παράκληση
(Έκαναν παράκληση)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Βρεχότουμιστι τουν παπά τσ̑ι σ̑άνισκαμ’ παράκληση
(Φωνάζαμε τον παπά και κάναμε παράκληση)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Άματ’ σο χωριό σας και μποίκετ’ αγρυπνίες και παράκλησ̑ηρια
(Πηγαίνετε στο χωριό σας και κάνετε αγρυπνίες και παρακλήσεις)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Για να γίνει βρεχός βγάλλουμ’ τα εικόνες και σάνισκαμ' παράκληση
(Για να έρθει βροχή, βγάζαμε τις εικόνες σε λιτανεία και κάναμε παράκληση)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
Τοπλατίσταν σον Αρσένιο, ποίκαν παράκληση
(Συγκεντρώθηκαν στον Άγιο Αρσένιο, έκαναν παράκληση)
Τσουχούρ.
-VLACH
Τροποποιήθηκε: 01/08/2025