ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παραλαλώ (ρ.) παραλαλώ [paralaˈlo] Αξ., Μαλακ., Φλογ. Μεταγν. ρ. παραλαλῶ = μιλώ όπως να' ναι, άλλ' αντ' άλλων. Η λ. και μεσν. στην Καππ., πβ. "Βοήθησ' με κανάκι μου, σήμερα παραλαλῶ" (Δέδες 1993: 20). Η λ. και Πόντ.
1. Παραμιλώ στον ύπνο μου Αξ., Μαλακ.
2. Παραληρώ από πυρετό ό.π.τ.