παρακαλιά
(ουσ. θηλ.)
παρακαλιά
[parakaˈʎa]
Φάρασ.
Νεότ. ουσ. παρακαλιά.
Παράκληση
:
Θεού παρακαλιά
(Παράκληση προς τον Θεό)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.