χωραφάς
(ουσ.)
χωραφάς
[xoraˈfas]
Ανακ.
Από το μεταγν. ουσ. χωράφιον και επίθμ. -ας. Η λ. ως επών. ήδη νεότ. (16ος αι.).
Αυτός ο οποίος φροντίζει ένα χωράφι