χωμάτισμα ( ουσ. ουδ.
)
χωμάτισμα
[xoˈmatizma]
Αξ., Μαλακ., Φλογ.
χουμάτ'σμα
[xuˈmatzma]
Σινασσ.
...
χωματιώνας
(επίθ.)
χωματιώνας
[xomaˈtçonas]
Μαλακ., Μισθ., Φλογ.
χωματώνα
[xomaˈtona]
Φάρασ.
Από το ουσ. χώμα (θ. χωματ-) και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Πήλινος, φτιαγμένος από χώμα
ό.π.τ.