ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χωριανός (ουσ.) χωριανός [xorʝaˈnos] Αραβαν., Μαλακ., Μισθ. χωριανό [xorʝaˈno] Γούρδ., Ουλαγ., Φλογ. Πληθ. χωριανοί [xorʝaˈni] Αξ. Από το νεότ. ουσ. χωριανός, το οπ. από το ουσ. χωριό και το παραγωγ. επίθμ. -ιανός.
Συγχωριανός ό.π.τ. : Iτό ντώκι ντα 'ς ένα χωριανό μας (Αυτός τα έδωσε σε έναν συχγωριανό μας) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ούλ-λα τα χωριανοί πήγαν 'ς όνομα τ' (Όλοι οι συγχωριανοί πήγαν στην ονομαστική του εορτή) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Συνών. χωριανίτης, χωριό, χωρώτης :2