ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λάφρωση (ουσ. θηλ.) λάφρωση [ˈlafrosi] Σινασσ., Τζαλ. λάφρωσ̑η [ˈlafroʃi] Ανακ. Από το μεσν. ουσ. ἐλάφρωσις = ελάφρυνση.
Ελάφρυνση, ανακούφιση ό.π.τ. : || Φρ. Καλή λάφρωση (Καλό ξαλάφρωμα˙ ευχή σε άρρωστο) -Λεύκωμα Καλή λάφρωση (Καλό ξαλάφρωμα˙ ευχή σε έγκυο) Τζαλ. -ΚΜΣ-ΚΠ342 Παναΐα μ’ να δώκ’ς λάφρωσ̑η και καλοσ̑ύνη (Παναγία μου να μου δώσεις ξαλάφρωμα και καλοσύνη˙ παράκληση στην Παναγία για να πάει καλά η δουλειά) Ανακ. -Κωστ.Α. Συνών. λάφρυνση