ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λαχανιάζω (ρ.) λαχανιάζω [laxaˈɲazo] Γούρδ. λαχανίζω [laxaˈnizo] Σινασσ. μαχανίζω [maxaˈnizo] Σινασσ. Αόρ. μεχάν'σα [meˈxansa] Φάρασ. Νεότ. ρ. λαχανιάζω, το οπ. από το νεότ ἀναχανιάζω < μεσν. ρ. άναχαίνω. Ο τύπ. μαχανίζω ήδη μεσν., πβ. Μαχ. 424.12 «οἱ Γενουβήσοι ἀλλάσσουνταν, μαχανιασμένοι, ἀποσταμένοι» (Dawkins 1921: 50). Kατά το Λεξ. Κριαρ., το μεσν. κυπριακό μαχανιάζω προέρχεται από το μεσν. γαλλ. ρ. mahaignier = τραυματίζω, σύνδεση που καθίσταται δύσκολη δεδομένων των καππαδοκικών μαρτυριών. Έχει διατυπωθεί και η άποψη ότι σχετίζεται με το ουσ. μηχάνι (Αρχέλαος 1899: 253).
Λαχανιάζω, ασθμαίνω ό.π.τ. Συνών. κεφλετίζω, σολουχλαντίζω, σουλουτίζω