τεπικιά
(ουσ. θηλ.)
ντεπικιά
[depiˈca]
Μαλακ.
Πληθ.
ντεπικιές
[depiˈces]
Μαλακ.
Από το τουρκ. τεπίκι και το παραγωγ. επίθμ. -ιά. Για τον τύπ. πβ. τουρκ. tepik = κλοτσιά, όπου και διαλεκτ. τύπ. depik.