αγιάζι
(ουσ. ουδ.)
αγιάζι
[aˈʝazi]
Φάρασ.
αγιάζ’
[aˈʝaz]
Ανακ., Μισθ., Φλογ.
αϊάζ’
[aiˈaz]
Μισθ.
αγιάσ’
[aˈʝas]
Μαλακ., Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. ayaz = παγωνιά.
1. Πάγος
Μισθ.
:
Λαήνια πιάσαν αϊάζ’
(Το νερό στις στάμνες έπιασε πάγο)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Σου αγιάζ’ απάν’ παίνιξις
(Πήγαινες πάνω στον πάγο)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
πάγος
3. Ξεροβόρι
Ανακ., Φάρασ., Φλογ.
:
Το αγιάζ’ κάφτισ̑κεν το λουλούδ’
(Ο παγωμένος αέρας έκαιγε το λουλούδι)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Πέφτ’ αγιάζ’
(Πέφτει ξεροβόρι, κρύο)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812