ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αγιάζι (ουσ. ουδ.) αγιάζι [aˈʝazi] Φάρασ. αγιάζ’ [aˈʝaz] Ανακ., Μισθ., Φλογ. αϊάζ’ [aiˈaz] Μισθ. αγιάσ’ [aˈʝas] Μαλακ., Φλογ. Από το τουρκ. ουσ. ayaz = παγωνιά.
1. Πάγος Μισθ. : Λαήνια πιάσαν αϊάζ’ (Το νερό στις στάμνες έπιασε πάγο) Μισθ. -Κωστ.Μ. Σου αγιάζ’ απάν’ παίνιξις (Πήγαινες πάνω στον πάγο) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. πάγος
2. Πάχνη Γούρδ., Μαλακ., Φάρασ., Φλογ. Συνών. κουραούς, κουρτζίς, πάχνη, σερίνι :3
3. Ξεροβόρι Ανακ., Φάρασ., Φλογ. : Το αγιάζ’ κάφτισ̑κεν το λουλούδ’ (Ο παγωμένος αέρας έκαιγε το λουλούδι) Ανακ. -Κωστ.Α. Πέφτ’ αγιάζ’ (Πέφτει ξεροβόρι, κρύο) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812