αγιάνγκατζι
(ουσ. ουδ.)
αγιάνgατζ̑ι
[aˈʝaŋgadʒi]
Αξ.
Αγν. ετύμ.
Ομαδικό κρυφτό
:
Εμείς ’τον επαίισ̑καμ’ αγιάνgατζ̑ι, εγώ ’ς τα πουρνάρια είχα κρυψ̑ώνα
(Εμείς όταν παίζαμε ομαδικό κρυφτό, εγώ είχα κρυψώνα στα πουρνάρια)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1556
Συνών.
καλέ :2, μουλλώτικος :3, μπιτής
Τροποποιήθηκε: 13/08/2025