ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αγιζλίχι (ουσ. ουδ.) αγ̇ιζλίχ̇ι [aɣizˈlixi] Φάρασ. αγουζλούχ’ [aɣuzˈlux] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. ağızlık = α) στόμιο, επιστόμιο, π.χ. πίπας ή τρομπέτας β) πίπα για τσιγάρο γ) φίμωτρο δ) μέρος του στημονιού μέσα από το οπ. περνά η σαΐτα. Η λ. και Κρήτ., ήδη σε έγγρ. του 18ου αι. με την σημ. 1 (Ορφανός 2020, λ. αγιζλίκι).
1. Επιστόμιο πίπας Φάρασ. Πβ. αγζ
β. Πίπα για τσιγάρο Φάρασ.
2. Υφαντ. όρ., το σταύρωμα του στημονιού με το πάτημα των ποδαριακών Μισθ.