ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αγιοβασιλιάτικος (επίθ.) αγιοβασ̑ιλιάτ'κος [aʝovaʃiˈʎatkos] Ανακ. αηβασιλιάτικου [aivasiˈʎatiku] Μισθ. Από το αμάρτ. νεότ. επίθ. ἁγιοβασιλιάτικος, πβ. νεότ. ουσ. ἁγιουβασιλιάτικα = τα δώρα που ανταλλάσσουν την Πρωτοχρονιά (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το περιφραστ. αγιώνυμο άγιος Βασίλειος και το παραγωγ. επίθμ. -ιάτικος.
O σχετικός με τον Αγ. Βασίλειο και την εορτή του ό.π.τ. Συνών. ταϊβασιλιού
β. Το ουδ. πληθ. ως ουσ., πρωτοχρονιάτικα δώρα του αρραβωνιαστικού Ανακ.