άγιο-πνεύμα ( ουσ. ουδ.
)
αγιο-πνέμα
[aʝoˈpnema]
Αραβαν., Γούρδ.
αγιν-πνέμα
[aʝin ˈpnema]
Μαλακ.
...
αγιοβασιλιάτικος
(επίθ.)
αγιοβασ̑ιλιάτ'κος
[aʝovaʃiˈʎatkos]
Ανακ.
αηβασιλιάτικου
[aivasiˈʎatiku]
Μισθ.
Από το αμάρτ. νεότ. επίθ. ἁγιοβασιλιάτικος, πβ. νεότ. ουσ. ἁγιουβασιλιάτικα = τα δώρα που ανταλλάσσουν την Πρωτοχρονιά (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το περιφραστ. αγιώνυμο άγιος Βασίλειος και το παραγωγ. επίθμ. -ιάτικος.
β.
Το ουδ. πληθ. ως ουσ., πρωτοχρονιάτικα δώρα του αρραβωνιαστικού
Ανακ.