αγιλαντίζω
(ρ.)
αγ̇ιλατίζω
[aɣilaˈtizo]
Αφσάρ.
’γ̇ιλατίζω
[ɣilaˈtizo]
Φάρασ.
αγουλαdι̂́ζω
[aɣulaˈdɯzo]
Αραβαν.
αγουλανdίζου
[aɣulanˈdizu]
Μισθ.
αγουλαΐζου
[aɣulaˈizu]
Μισθ.
Από το τουρκ. ρ. ağılamak (αόρ. ağıladı) = δηλητηριάζω, όπου και διαλεκτ. τύπ. ağulamak, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
1. Δηλητηριάζω
ό.π.τ.
:
Ατέ το φίδι τζ̑οὔδες τα ν’τα σκοτώσ’, τζ̑’ ήφαρές τ’ αδέ να μες ’γ̇ιλατίσει;
(Αυτό το φίδι δεν το είδες να το σκοτώσεις, και το έφερες εδώ να μας φαρμακώσει;)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
’πόμ’ναν μι̂ταπι̂́κ να π’κούν ζιαφέσ̑’ σο παιρί και να το αγουλαdι̂́σουν
(Συμφώνησαν να κάνουν ένα τραπέζι στο παιδί και να το δηλητηριάσουν)
Αραβαν.
-Φωστ.
Εσ̑ύ ερού ήφερες με να με αγουλανdίεις μι;
(Εσύ με έφερες εδώ για να με δηλητηριάσεις;)
Αραβαν.
-Φωστ.
Συνών.
ζεχιρλετίζω, φαρμακώνω :1