ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αγιλαντίζω (ρ.) αγ̇ιλατίζω [aɣilaˈtizo] Αφσάρ. ’γ̇ιλατίζω [ɣilaˈtizo] Φάρασ. αγουλαdι̂́ζω [aɣulaˈdɯzo] Αραβαν. αγουλανdίζου [aɣulanˈdizu] Μισθ. αγουλαΐζου [aɣulaˈizu] Μισθ. Αόρ. αγουλάντ’σα [aɣuˈlantsa] Αξ. Από το τουρκ. ρ. ağılamak (αόρ. ağıladı) = δηλητηριάζω, όπου και διαλεκτ. τύπ. ağulamak, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
1. Δηλητηριάζω Αραβαν., Αφσάρ., Μισθ., Φάρασ. : Ατέ το φίδι τζ̑οὔδες τα ν’τα σκοτώσ’, τζ̑’ ήφαρές τ’ αδέ να μες ’γ̇ιλατίσει; (Αυτό το φίδι δεν το είδες να το σκοτώσεις, και το έφερες εδώ να μας φαρμακώσει;) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. ’πόμ’ναν μι̂ταπι̂́κ να π’κούν ζιαφέσ̑’ σο παιρί και να το αγουλαdι̂́σουν (Συμφώνησαν να κάνουν ένα τραπέζι στο παιδί και να το δηλητηριάσουν) Αραβαν. -Φωστ. Εσ̑ύ ερού ήφερες με να με αγουλανdίεις μι; (Εσύ με έφερες εδώ για να με δηλητηριάσεις;) Αραβαν. -Φωστ. Συνών. ζεχιρλετίζω, φαρμακώνω :1
2. Πικραίνω Μισθ. Συνών. φαρμακώνω :2
3. Δακρύζω από το σαπούνι Αξ. : Αγουλάντ’σαν τα μάτια τ’ (Δάκρυσαν τα μάτια του) Αξ. -ΙΛΝΕ 1555
Τροποποιήθηκε: 27/08/2024