ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πακλάτημα (ρ.) πακ͑λάτημα [paˈkʰlatima] Φάρασ. πακλάιμα [paˈklaima] Μισθ. πεκλέντημα [peˈkledima] Ουλαγ. Από το ρ. πακλατίζω, όπου και τύπ. πακλαΐζου, πακ͑λατώ και πεκλεdού, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Καθάρισμα, συγύρισμα ό.π.τ. : Σάbαχτα έχουμ' σταβλού ντου πακλάημα (Αύριο έχουμε καθάρισμα του στάβλου) Μισθ. -Κοτσαν.