πακλάτημα
(ρ.)
πακ͑λάτημα
[paˈkʰlatima]
Φάρασ.
πακλάιμα
[paˈklaima]
Μισθ.
πεκλέντημα
[peˈkledima]
Ουλαγ.
Από το ρ. πακλατίζω, όπου και τύπ. πακλαΐζου, πακ͑λατώ και πεκλεdού, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Καθάρισμα, συγύρισμα
ό.π.τ.
:
Σάbαχτα έχουμ' σταβλού ντου πακλάημα
(Αύριο έχουμε καθάρισμα του στάβλου)
Μισθ.
-Κοτσαν.