γερ
(ουσ. ουδ.)
γερ
[ʝer]
Ουλαγ., Φάρασ., Φκόσ.
γερί
[ʝeˈri]
Σίλ., Τελμ., Φκόσ.
Από το τουρκ. ουσ. yer = α) γη β) έδαφος γ) μέρος, τόπος δ) θέση εργασίας ε) έγγειος ιδιοκτησία. Ο τύπ. γερί από τον τουρκ. πτωτ. κτητ. τύπ. yeri. Η φρ. γερ γιουζού από την τουρκ. φρ. yer yüzü.
Μέρος, χώρος
ό.π.τ.
:
Έσκαψεν σο μεϊdέν γερί τρία κουγίδια
(Έσκαψε στον δημόσιο χώρο τρεις τρύπες)
Τελμ.
-Dawk.
Ντϋσϋντέ τσό να τσ̑ην μποίσει, να τσ̑η σ'κώσει κο̈κλΰ απ' ορτά γερί
(Συλλογιέται τι να της κάνει, να την ξερριζώσει, να την βγάλει εντελώς από την μέση)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Οντά τ’ ορτάγερι
(Στην μέση του δωματίου)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Χ̇ερ γερί
(Aπ' όλες τις μεριές (< τουρκ.))
Φκόσ.
-ΚΜΣ-ΚΠ371
Ταχύ να πάμ' στο παζάρ γερί
(Αύριο θα πάμε στο παζάρι)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Συνών.
γιάνι, μεριά, μέρος, ορταλίκι, τόπος
β.
Φρ. γερ γιουζού, το πρόσωπο της γης, η επιφάνεια της γης, οικουμένη, υφήλιος
:
Ούτσ̑α να σε εβγάλω το γερ γϋζΰ
(Έτσι, θα σε βγάλω στον Πάνω Κόσμο
)
Ουλαγ.
-Dawk.
Γερ γιουζού
(Οικουμένη, υφήλιος
)
Ουλαγ.
-Κεσ.