ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γερ (ουσ. ουδ.) γερ [ʝer] Ουλαγ., Φάρασ., Φκόσ. γερί [ʝeˈri] Σίλ., Τελμ., Φκόσ. Από το τουρκ. ουσ. yer = α) γη β) έδαφος γ) μέρος, τόπος δ) θέση εργασίας ε) έγγειος ιδιοκτησία. Ο τύπ. γερί από τον τουρκ. πτωτ. κτητ. τύπ. yeri. Η φρ. γερ γιουζού από την τουρκ. φρ. yer yüzü.
Μέρος, χώρος ό.π.τ. : Έσκαψεν σο μεϊdέν γερί τρία κουγίδια (Έσκαψε στον δημόσιο χώρο τρεις τρύπες) Τελμ. -Dawk. Ντϋσϋντέ τσό να τσ̑ην μποίσει, να τσ̑η σ'κώσει κο̈κλΰ απ' ορτά γερί (Συλλογιέται τι να της κάνει, να την ξερριζώσει, να την βγάλει εντελώς από την μέση) Σίλ. -Κωστ.Σ. Οντά τ’ ορτάγερι (Στην μέση του δωματίου) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Χ̇ερ γερί (Aπ' όλες τις μεριές (< τουρκ.)) Φκόσ. -ΚΜΣ-ΚΠ371 Ταχύ να πάμ' στο παζάρ γερί (Αύριο θα πάμε στο παζάρι) Σινασσ. -Λεύκωμα Συνών. γιάνι, μεριά, μέρος, ορταλίκι, τόπος
β. Φρ. γερ γιουζού, το πρόσωπο της γης, η επιφάνεια της γης, οικουμένη, υφήλιος : Ούτσ̑α να σε εβγάλω το γερ γϋζΰ (Έτσι, θα σε βγάλω στον Πάνω Κόσμο ) Ουλαγ. -Dawk. Γερ γιουζού (Οικουμένη, υφήλιος ) Ουλαγ. -Κεσ.