εσίκι
(ουσ.)
εσ̑ίκι
[eˈʃici]
Φάρασ.
εσίκ'
[eˈsik]
Ουλαγ.
γεσ̑ίκι
[ʝeˈʃici]
Φάρασ.
γεσίτσ'
[ʝeˈsits]
Μισθ., Τσαρικ.
Πληθ.
εσ̑ίκια
[eˈʃica]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. eşik = όριο, πρόθυρα.
1. Κατώφλι
ό.π.τ.
:
Μπαΐνd'σεν σπιτιού ντου γεσίτσ'
(Λιποθύμησε στου σπιτιού το κατώφλι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Τ' Άι-Γιαννιού να κάψουμ' φωτιά σου γεσίτσ'
(Του Άη-Γιάννη του Κλήδονα να κάψουμε φωτιά στο κατώφλι)
Τσαρικ.
-Καραλ.
Xαλούν το εσίκ, πηγαίνουν στο μορμόρ' και χαλούν του μεζαριού το χτάρ', χαλούν και ένα αλετήρι
(Χαλάνε το κατώφλι, πηγαίνουν στον τάφο και χαλάνε την ταφόπλακα, χαλάνε και ένα αλέτρι - έθιμα γέννας)
Ουλαγ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
γη, καντούνι, κατώφλι
β.
Παραστάδα, πλαίσιο πόρτας
Τσαρικ.
2. Πληθ., σκαλοπάτια
Σινασσ.