εσιρκέτημα
(ουσ. ουδ.)
εσιρκέτ’μα
[esirˈcetma]
Φάρασ.
Από το ρ. εσιρκετίζω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Φροντίδα, προστασία
Συνών.
μπαγίρντημα, ντράνημα, παχίμι, χιώρημα