εσιρκέτημα
(ουσ. ουδ.)
εσιρκέτ’μα
[esirˈcetma]
Φάρασ.
Από το ρ. εσιρκετίζω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Φροντίδα, προστασία
Συνών.
ντράνημα :2, παχίμι, χιώρημα
Τροποποιήθηκε: 04/06/2025