εσκίν
(ουσ. ουδ.)
εσ̑κίν
[eˈʃcin]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. eşkin = ο συνήθης βηματισμός του αλόγου.
Ο συνήθης βηματισμός του αλόγου