ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πλακόνι (ουσ. ουδ.) πλακόνι [plaˈkoni] Μισθ. πλακόν' [plaˈkon] Αξ., Αραβαν., Αραβ., Γούρδ., Μαλακ., Σίλατ., Τελμ., Τροχ. Πληθ. πλακόνια [plaˈkoɲa] Αξ., Μαλακ., Φερτάκ. Από το ουσ. πλάκα και το παραγωγ. επίθμ. -όνι.
1. Πέτρινη, συνήθως σχιστολιθική, πλάκα Μαλακ., Φερτάκ. : Εβγα, έβγα, ήλιος, να ζέσουν τα πλακόνια μ' (Βγες, βγες, ήλιε, να ζεσταθούν οι πλάκες μου) Φερτάκ. -Αλεκτ.
2. Ειδικότ., πέτρινη πλάκα την οποία χρησιμοποιούσαν ως κάλυμμα του τουντουριού Μισθ. Πβ. πλακί
3. Ειδικότ., πέτρινη πλάκα για το πλύσιμο των ρούχων Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Σίλατ., Τελμ. : Σο πλακόν’ απάνω λαχτούμ’ τα φορ’σ̑έζ μας (στην πέτρινη πλάκα απάνω πλένουμε τα ρούχα μας) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Τ’ απλώναμε σο μέγα το πλακόνι και σαπωνιάζαμ’ τα με το ζεστό νερό (Τα απλώναμε στην μεγάλη πέτρινη πλάκα και τα σαπουνίζαμε με ζεστό νερό) Τελμ. -ΚΜΣ-ΚΠ258
β. Συνεκδοχ., το πλυσταριό Σίλατ., Τροχ.