πλακόνι
(ουσ. ουδ.)
πλακόνι
[plaˈkoni]
Μισθ.
πλακόν'
[plaˈkon]
Αξ., Αραβαν., Αραβ., Γούρδ., Μαλακ., Σίλατ., Τελμ., Τροχ.
Πληθ.
πλακόνια
[plaˈkoɲa]
Αξ., Μαλακ., Φερτάκ.
Από το ουσ. πλάκα και το παραγωγ. επίθμ. -όνι.
1. Πέτρινη, συνήθως σχιστολιθική, πλάκα
Μαλακ., Φερτάκ.
:
Εβγα, έβγα, ήλιος, να ζέσουν τα πλακόνια μ'
(Βγες, βγες, ήλιε, να ζεσταθούν οι πλάκες μου)
Φερτάκ.
-Αλεκτ.
3. Ειδικότ., πέτρινη πλάκα για το πλύσιμο των ρούχων
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Σίλατ., Τελμ.
:
Σο πλακόν’ απάνω λαχτούμ’ τα φορ’σ̑έζ μας
(στην πέτρινη πλάκα απάνω πλένουμε τα ρούχα μας)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Τ’ απλώναμε σο μέγα το πλακόνι και σαπωνιάζαμ’ τα με το ζεστό νερό
(Τα απλώναμε στην μεγάλη πέτρινη πλάκα και τα σαπουνίζαμε με ζεστό νερό)
Τελμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ258
β.
Συνεκδοχ., το πλυσταριό
Σίλατ., Τροχ.