ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πλακώνω (ρ.) πλακώνω [plaˈkono] Μαλακ., Φλογ. φκακώνω [fkaˈkono] Φάρασ. Παρατατ. φκαγὠνκα [fkaˈɣonka] Φάρασ. Μεσν. ρ. πλακώνω, το οπ. από μεταγν. ρ. πλακόω-ῶ.
1. Βάζω πάνω από κάτι μιά πλάκα Μαλακ., Φάρασ.
2. Κρύβω, σκεπάζω, καλύπτω κάτι Μαλακ., Φάρασ., Φλογ.
3. Πλάθω ψωμί πάνω σε πλάκα Φάρασ. : Η ναίκα ζ̑υμώνει, φκακώνει, έψεν το φαΐ (η γυναίκα ζυμώνει, πλάθει, έψησε το φαγητό) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. 'γώ τιδέ θωρείς με φκακώνω· τούς 'α 'φήκω το ζυμάρι ση μέση τζαι 'α νάρτω; (Νά, εγώ με βλέπεις να πλάθω, λοιπόν· πώς ν' αφήσω το ζυμάρι στη μέση και νά 'ρθω;) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. || Παροιμ. Του τζ̑ο 'υρεύει να φκακώσει ζυμώνει δέκα ημέρες (Όποιος δεν θέλει να πλάσει, ζυμώνει δέκα μέρες˙ Όποιος δεν θέλει να ζυμώσει, 10 μέρες κοσκινίζει· για τους αναβλητικούς) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.