πλακώνω
(ρ.)
πλακώνω
[plaˈkono]
Μαλακ., Φλογ.
φκακώνω
[fkaˈkono]
Φάρασ.
Παρατατ.
φκαγὠνκα
[fkaˈɣonka]
Φάρασ.
Μεσν. ρ. πλακώνω, το οπ. από μεταγν. ρ. πλακόω-ῶ.
1. Βάζω πάνω από κάτι μιά πλάκα
Μαλακ., Φάρασ.
2. Κρύβω, σκεπάζω, καλύπτω κάτι
Μαλακ., Φάρασ., Φλογ.
3. Πλάθω ψωμί πάνω σε πλάκα
Φάρασ.
:
Η ναίκα ζ̑υμώνει, φκακώνει, έψεν το φαΐ
(η γυναίκα ζυμώνει, πλάθει, έψησε το φαγητό)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
'γώ τιδέ θωρείς με φκακώνω· τούς 'α 'φήκω το ζυμάρι ση μέση τζαι 'α νάρτω;
(Νά, εγώ με βλέπεις να πλάθω, λοιπόν· πώς ν' αφήσω το ζυμάρι στη μέση και νά 'ρθω;)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
|| Παροιμ.
Του τζ̑ο 'υρεύει να φκακώσει ζυμώνει δέκα ημέρες
(Όποιος δεν θέλει να πλάσει, ζυμώνει δέκα μέρες˙ Όποιος δεν θέλει να ζυμώσει, 10 μέρες κοσκινίζει· για τους αναβλητικούς)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.