πλάττω
(ρ.)
πλάττω
[ˈplato]
Σινασσ.
πλάνου
[ˈplanu]
Σίλ.
Παθ.
πλάστην
[ˈplastin]
Ανακ.
Από το αρχ. πλάσσω/αττ. τύπ. πλάττω με μεταπλ. αναλογ. προς το ρ. φτιάνω (Κωστάκης 1968: 42).
2. Μεσοπαθ., σχηματίζομαι
Ανακ.
:
Πλάστην το φσ̑άχ', πλάστηνε, φάνεται
(σχηματίστηκε το παιδί, πλάστηκε φαίνεται)
Ανακ.
-Κωστ.Α.