ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πλεγουροθάλι (ουσ. ουδ.) πλεγουρουθάλι [pleɣuru’θali] Φάρασ. Από τα ουσ. πλιγούρι, όπου και τύπ. πλεγούρι, και λιθάρι, όπου και τύπ. θάλι (θ. πλεγουρ- και θάλι με συνδετ. φων. -ο- > -ου-).
Πέτρα με την οποία αλέθεται το πλιγούρι ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 04/09/2025