πλεγουροθάλι
(ουσ. ουδ.)
πλεγουρουθάλι
[pleɣuru’θali]
Φάρασ.
Από τα ουσ. πλιγούρι, όπου και τύπ. πλεγούρι, και λιθάρι, όπου και τύπ. θάλι (θ. πλεγουρ- και θάλι με συνδ. φων. -ο- > -ου-).
Πέτρα με την οποία αλέθεται το πλιγούρι
ό.π.τ.