πλέκημα
(ουσ. ουδ.)
πλέκημα
[ˈplecima]
Σίλ.
Από το ρ. πλέκω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Πλέξιμο
Τροποποιήθηκε: 09/02/2025