πλατύνω
(ρ.)
φκατυναίνω
[fkatiˈneno]
Φάρασ.
Αόρ.
επλάτυνα
[eˈplatina]
Ανακ.
φκάτυνα
[ˈfkatina]
Φάρασ.
Υποτ.
πλατύνω
[plaˈtino]
Τελμ.
Από μετγν. ρ. πλατύνω (< αρχ. ρ. πλατύνομαι.). O τύπ. φκατυναίνω με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -αίνω. Για την τροπή [pl] > [fk] βλ. Dawkins (1916: 158- 159) και Ανδριώτης (1948: 31).
1. Μτβ., πλαταίνω, κάνω κάτι πιο πλατύ
ό.π.τ.
:
|| Ασμ.
ν ένι το τόπος σου στενό, εγώ να σου το πλατύνω
(αν είναι ο τόπος σου στενός, εγώ να σου τον πλατύνω)
Τελμ.
-Lag.
Συνών.
πλατσιάζω :1
2. Αμτβ., γίνομαι μεγαλύτερος σε διάρκεια
ό.π.τ.
:
|| Ασμ.
Απόψα νύχτα μάκρυνεν βαρτουβάρ βαρ ολσούν. Εμάκρυνεν κι επλάτυνεν
(απόψε η νύχτα μάκρυνε -το βαρτουβάρι να σου ζήσει. Μάκρυνε και πλάτυνε· άσμ. που τραγουδούσαν κατά τα Βαρτουβάρια, τον καππαδοκικό κλήδονα, στις 24 Ιουνίου)
Ανακ.
-Κωστ.Α.