γουρνί
(ουσ. ουδ.)
γουρνί
[ɣurˈni]
Αραβαν., Σατ., Σίλατ., Σινασσ., Φάρασ.
Aπό το ουσ. γούρνα και το παραγωγ. επίθμ. -ιον > -ί. Ο τύπ. εμφανίζεται στον πληθ. ως μεσν. τοπων. (πβ. Act. Lavr. III.136.104).