ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γουρνί (ουσ. ουδ.) γουρνί [ɣurˈni] Αραβαν., Σατ., Σίλατ., Σινασσ., Φάρασ. Aπό το ουσ. γούρνα και το παραγωγ. επίθμ. -ιον > . Ο τύπ. εμφανίζεται στον πληθ. ως μεσν. τοπων. (πβ. Act. Lavr. III.136.104).
Μικρή πέτρινη ή ξύλινη λεκάνη για την υποδοχή ύδατος ή τροφής ό.π.τ. : Πλενέσκαμι με τα πόδια σα γουρνία (Πλέναμε με τα πόδια σε μικρές σκάφες) Φάρασ. -ΙΛΝΕ 1171 Συνών. γουρνόκκο, τεστόκκο