γουρζουλάς
(ουσ. αρσ.)
γουρζουλάς
[ɣurzuˈlas]
Ανακ., Σινασσ.
Αγν. ετύμ. Η λ. και ποντ. (βλ. Παπαδόπουλος 1958-1961, λλ. γουρζουλάς, γουρζούλιν, γουρζουλα̈ζω). Κατά τον Κανδηλάπτη (1954) από το τοπων. της Μικράς Ασίας Γουρζούλ, όπου εμφανίστηκε για πρώτη φορά η νόσος. Εσφαλμένη η άποψη του Οικονομίδη (1958: 50) από το ποντ. ουσ. γουρζούλ' < *εκριζούλι = εκριζωτικόν του στοµάχου και των εντοσθίων. Κατά τον Τζιτζιλή, από το μεσν. ουσ. κορδύλη > σκορδούλα (Παπαδάμου 2009: 165). Πβ. και τουρκ. διαλεκτ. ουσ. gurzula = έξαλλος, θυμωμένος, κακός άνθρωπος, και ğurzula = εγωιστής.
Λοιμώδης ασθένεια, πανώλη
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Το γουρζουλά να βγάλεις
(Να πάθεις πανούκλα˙ αρά)
Σινασσ., Ανακ.
-ΙΛΝΕ
Συνών.
γιουμουρτζάχ