γουντουργούν
(επίθ.)
γουdουργούν
[ɣudurˈɣun]
Αξ.
Από το τουρκ. επίθ. kudurgan = α) μανιασμένος, έξαλλος β) πολύ άτακτος.
Τροποποιήθηκε: 09/08/2025