γούνι
(ουσ. ουδ.)
γούνιν
[ˈɣunin]
Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. kın = θηκάρι.
Θηκάρι
:
Μασ̑αίρι σέκ’ τα ’ς γούνιν του
(Βάλε το μαχαίρι στο θηκάρι του)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Συνών.
κιλίφι