γουνί
(ουσ. ουδ.)
γουνί
[ɣuˈni]
Ανακ., Σίλατ., Σινασσ.
Από το μεσν. ουσ. γουνίον = πανωφόρι.
Κοντό τσόχινο πανωφόρι με γούνινη επένδυση και γιακά, κοντογούνι
ό.π.τ.
:
Ασ᾽ ση Μπόλ᾽ φέρισ̑καν τα ναίκε τουνε ἀπ᾽ ένα γουνὶ
(Από την Πόλη έφερναν στις γυναίκες τους από ένα πανωφόρι)
Ανακ.
Πβ.
γούντικο