ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γουνί (ουσ. ουδ.) γουνί [ɣuˈni] Ανακ., Σίλατ., Σινασσ. Από το μεσν. ουσ. γουνίον = πανωφόρι.
Κοντό τσόχινο πανωφόρι με γούνινη επένδυση και γιακά, κοντογούνι ό.π.τ. : Ασ᾽ ση Μπόλ᾽ φέρισ̑καν τα ναίκε τουνε ἀπ᾽ ένα γουνὶ (Από την Πόλη έφερναν στις γυναίκες τους από ένα πανωφόρι) Ανακ. Πβ. γούντικο