γουμπούρι
(ουσ. ουδ.)
γουbούρ'
[ɣuˈbur]
Σινασσ.
Aπό το τουρκ. ουσ. kubur = α) θηκάρι β) μακρόστενη θήκη γ) πιστόλι δ) οπή αποχωρητηρίου. Πβ. το κοινό ν.ε. κουμπούρι = πιστόλι, ήδη νεότ. με την σημ. ‘φαρέτρα' (Λεξ. Κριαρ.).
Στενόμακρο χάλκινο αγγείο για την παρασκευή κεριών