ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γουμπούρι (ουσ. ουδ.) γουbούρ' [ɣuˈbur] Σινασσ. Aπό το τουρκ. ουσ. kubur = α) θηκάρι β) μακρόστενη θήκη γ) πιστόλι δ) οπή αποχωρητηρίου. Πβ. το κοινό ν.ε. κουμπούρι = πιστόλι, ήδη νεότ. με την σημ. ‘φαρέτρα' (Λεξ. Κριαρ.).
Στενόμακρο χάλκινο αγγείο για την παρασκευή κεριών