ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γουμπίζω (ρ.) γουμbίζω [ɣumˈbizo ] Φάρασ. Πιθ. από το διαλεκτ. ρ. λαμπίζω (Κύπρ., Κ. Ιταλ.), με ομαλή για το ιδ. Φαράσων μεταβολή [la] > [ɣwa]. Με το ρ. λάμπω συνδέουν την λ. και οι Grégoire (1909: 152), Dawkins (1916: 158).
Λάμπω : Το ιμάτιν του γουμbίσκεν ανdί γουμπισία (Το πουκάμισό του έλαμπε σαν διαμάντι) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Συνών. παρλαντίζω, παρπαρετίζω, σαφτίζω