ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γουνλαντίζω (ρ.) γουνλαdίζου [ɣunlaˈdizu] Φάρασ. γουνλαdώου [ɣunlaˈdou] Φάρασ. Από το τουρκ. kinlenmek = μνησικακώ, κρατάω κακία. Kατά την Οnder (2022: 38) από το τουρκ. διαλεκτ. ρ. günülemek = ζηλεύω
Αμφιβάλλω, δυσπιστώ για κάτι Συνών. σουπελεντίζω, Αντίθ ιναντίζω, πιστεύω
Τροποποιήθηκε: 11/07/2025