γουνλαντίζω
(ρ.)
γουνλαντίζου
[ɣunlaˈdizu]
Φάρασ.
γουνλαdώου
[ɣunlaˈdou]
Φάρασ.
Από το τουρκ. kinlenmek = μνησικακώ, κρατάω κακία. Kατά την Οnder (2022: 38) από το τουρκ. διαλεκτ. ρ. günülemek = ζηλεύω
Αμφιβάλλω, δυσπιστώ για κάτι
Συνών.
σουπελεντίζω