γούργουρος
(ουσ. αρσ.)
γούργουρους
[ˈɣurɣurus]
Σίλ.
Μεσν. ουσ. γούργουρος, απώτερα ηχομιμητ.
Λάρυγγας, λαιμός
:
Έκουψα του γούργουρουν ντου
(Έκοψα τον λαιμό του)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Γούργουρούς μας κι ένα άλι πανίν απάνου
(Ο λαιμός μας (είχε) κι ένα κόκκινο μαντήλι επάνω, δηλ. φορούσαμε ένα κόκκινο μαντήλι στον λαιμό)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Γούργουρούς μου γιομάτους είν̑ι και δε μπορού να πάρου σολούχ’
(Ο λαιμός μου είναι γεμάτος και δεν μπορώ να πάρω ανάσα)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
|| Φρ.
Πιάσ'κι γούργουρούς μου
(Πιάστηκε ο λαιμός μου˙ έκλεισε ο λαιμός μου από κρυολόγημα ή από τις φωνές)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
γαργαράς, γκιρτλάκι :1, γουργούρι, μπογάζι, συνξύνα