ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γούργουρος (ουσ. αρσ.) γούργουρους [ˈɣurɣurus] Σίλ. Μεσν. ουσ. γούργουρος, απώτερα ηχομιμητ.
Λάρυγγας, λαιμός : Έκουψα του γούργουρουν ντου (Έκοψα τον λαιμό του) Σίλ. -Κωστ.Σ. Γούργουρούς μας κι ένα άλι πανίν απάνου (Ο λαιμός μας (είχε) κι ένα κόκκινο μαντήλι επάνω, δηλ. φορούσαμε ένα κόκκινο μαντήλι στον λαιμό) Σίλ. -Κωστ.Σ. Γούργουρούς μου γιομάτους είν̑ι και δε μπορού να πάρου σολούχ’ (Ο λαιμός μου είναι γεμάτος και δεν μπορώ να πάρω ανάσα) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 || Φρ. Πιάσ'κι γούργουρούς μου (Πιάστηκε ο λαιμός μου˙ έκλεισε ο λαιμός μου από κρυολόγημα ή από τις φωνές) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. γαργαράς, γκιρτλάκι :1, γουργούρι, μπογάζι, συνξύνα