γουρνόκκο
(ουσ. ουδ.)
γουρνόκ-κο
[ɣurˈnokko]
Φάρασ.
Aπό το ουσ. γούρνα και το υποκορ. επίθμ. -όκκο.
Μικρή γούρνα
:
Έξι γουρνόκ-κα ση 'ράδα ’εμούνdαι νερό τσ̑αι πίνουν τα χαϊβάνε
(Έξι γουρνίτσες στην σειρά γεμίζουν νερό και πίνουν τα ζώα)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-ΚΠ345Β
Συνών.
γούρνα