ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γουρνόκκο (ουσ. ουδ.) γουρνόκ-κο [ɣurˈnokko] Φάρασ. Aπό το ουσ. γούρνα και το υποκορ. επίθμ. -όκκο.
Μικρή γούρνα : Έξι γουρνόκ-κα ση 'ράδα ’εμούνdαι νερό τσ̑αι πίνουν τα χαϊβάνε (Έξι γουρνίτσες στην σειρά γεμίζουν νερό και πίνουν τα ζώα) Φάρασ. -ΚΜΣ-ΚΠ345Β Συνών. γούρνα