γουρλής
(επίθ.)
ογουρλούς
[oɣurˈlus]
Σίλ., Φάρασ.
ογουρλού
[oɣurˈlu]
Ανακ., Μισθ.
γουρλής
[ɣurˈlis]
Μισθ.
Θηλ.
ογουρλούσα
[oɣurˈlusa]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. uğurlu = τυχερός.
Γουρλής, τυχερός
ό.π.τ.
Αντίθ
γρουσούζης, Συνών.
καντεμλής, μπαχτλού :1, χαϊρλούς :1, Αντίθ
σακάρι :1, χαϊρσούζης :2