ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κρύβω (ρ.) κρύφτω [ˈkrifto] Αραβαν., Γούρδ., Φερτάκ. κρύφτου [ˈkriftu] Σίλ. κρύβγω [ˈkrivɣo] Τελμ. κρύβγου [ˈkrivɣu] Σίλ. κρύβω [ˈkrivo] Ανακ., Αξ., Γούρδ., Φερτάκ. κρύβου [ˈkrivu] Μισθ. Παρατατ. έκρυβα [ˈekriva] Αξ. κρύβινα [ˈkrivina] Σίλ. κρύβισ̑κα [ˈkriviʃka] Αξ., Μισθ. Αόρ. έκρυψα [ˈekripsa] Αξ., Γούρδ., Ουλαγ., Σίλ. Υποτ. κρύψω [ˈkripso] Αξ., Ουλαγ. Προστ. κρύψι [ˈkripsi] Σίλ. Παθ. κρύβουμαι [ˈkrivume] Αραβαν. κρύβουμου [ˈkrivumu] Σίλ. κρυβίζομαι [kriˈvizome] Ουλαγ., Τροχ. κρυβίζουμαι [kriˈvizume] Αξ., Αραβαν. Παρατατ. εκρυβόμουν [ekriˈvomun] Σινασσ. κρυβόμουν [kriˈvomun] Φερτάκ. κρυβιζόμουν [ˈkrivizomun] Αραβαν. κρυβινόσκα [kriviˈnoska] Σίλ. κρυβίζοτομαι [kriˈvizotome] Ουλαγ. Αόρ. κρύφτσ̑ηκα [ˈkriftʃika] Σίλ. κρύφτα [ˈkrifta] Ανακ., Σίλ. κρυβίσκα [kriˈviska] Σίλ. κρυβίσ̑κα [kriˈviʃka] Σίλ. κρυβίστα [kriˈvista] Ουλαγ., Σεμέντρ. κρυβίσ̑τα [kriˈviʃτa] Αξ., Αραβαν., Ουλαγ., Σεμέντρ. κρυβίσ̑ντα [kriˈviʃda] Ουλαγ. κιρύσ̑ντα [kiˈriʃda] Ουλαγ. Υποτ. κρυφτώ [kriˈfto] Σίλ. κρυβισ̑τώ [kriviˈʃto] Αξ. κρυβιστού [kriviˈstu] Ουλαγ. Προστ. Εν. κρυβίστα [kriˈvisτa] Ουλαγ. Πληθ. κρυβιστάτ' [kriviˈsτat] Ουλαγ. Μτχ. κρυμμένο [kriˈmeno] Αραβαν., Τελμ. κρυβισμένο [kriviˈzmeno] Αραβαν., Ουλαγ. Από το αρχ. ρ. κρύπτω. Ο τύπ. κρύβω μεταγν., με μεταπλ. με βάση το θ. του αορ. Ο τύπ. κρύβγω μεσν. Ο τύπ. κρύφτω νεότ. με ανομ. τρόπου άρθρωσης [pt > ft].
1. Κρύβω ό.π.τ. : Κρύβγου τα τα π͑αρά μου, μη μου τα κλέψουσ̑ι (Κρύβω τα χρήματά μου, για να μην μου τα κλέψουν) Σίλ. -Κωστ.Σ. Νας του κρύφτσ̑εις; (Γιατί το κρύβεις;) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ετό τζ̑αdι̂́ κ͑αρά έκρυψεν ντο το κορίσ̑' σο σπίτσ̑ι τ' μέσα (Αυτή η μάγισσα έκρυψε το κορίτσι μέσα στο σπίτι της) Γούρδ. -Dawk. Κρύφτσ̑ηκι πίσου οπ' του σπίτσ̑ι (Κρύφτηκε πίσω από το σπίτι) Σίλ. -Κωστ.Σ. Στο σκαφί αφ'κάτω κρυβίσ̑τεν (Κρύφτηκε στην σκάφη από κάτω) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Κρυβίσταμ' γκαι ντεμ bόρ'σαν να μας γηύρον (Κρυφτήκαμε και δεν μπόρεσαν να μας βρουν) Ουλαγ. -Κεσ. Έμη τα κ͑ονάκια μέσα· κιρύσ̑ντε το γιασdι̂́κ͑' πίσω (Μπήκε μέσα στα σπίτια· κρύφτηκε πίσω από τα μαξιλάρια) Ουλαγ. -Dawk. Σε υπάγου σε κρυφτώ (Θα πάω να κρυφτώ) Σίλ. -Κωστ.Σ. Εγώ δεν κρύφτα, δεν κρύφτα εγώνα, λέισ̑καν γονεί μας. ούτε μάνα ούτε παπά μ’ κρύφτανε (Εγώ δεν κρύφτηκα, δεν κρύφτηκα εγώ, έλεγαν οι γονείς μας, ούτε η μάνα ούτε ο πατέρας μου κρύφτηκαν (ενν. στα υπόγεια καταφύγια)) Ανακ. -Cost. Τι ήταν δεν ξέραμε, ούτε Χριστιανοί ούτε Τούρκοι· αβάνια έλεγάν τα. Τι ’νdαι; Μέσα ’ς τα σπίτια είχαμ’ κελέρια· εκεί κρυβόμασταν (Τι ήταν δεν ξέραμε, ούτε Χριστιανοί ούτε Τούρκοι· τους έλεγαν Αβάνια. Τι είναι; Μέσα στα σπίτια είχαμε υπόγεια· εκεί κρυβόμαστε) Φερτάκ. -ΚΜΣ-ΚΠ163 || Παροιμ. Σον το πονdζ̑ικός μη κρύβεσαι τσ̑ούχοζιου το τυρπί (Σαν τον ποντικό μην κρύβεσαι στου τοίχου την τρύπα˙ Λεγόταν σε δειλούς) -Φωστ.-Κεσ. || Ασμ. Aμάν, παγτζέ μου, κρύψε με, για κρύψε με, αυλάκι.
εσύν αυλάκι δεν χωρείς, κι αμασχάλην δεν κρύβγεσαι
(Aμάν, μπαχτσέ μου, κρύψε με, για κρύψε με, αυλάκι.
Εσύ σε αυλάκι δεν χωράς, κι σε μασχάλη δεν κρύβεσαι)
Τελμ. -Lag.
Κι εκείνος 'ταν την φίλανε, τ' ἄστρα ούλ' αγματούσαν
Κι εκείνος 'ταν την τζίμbανε, ο ήλιος εκρυβόταν
(Κι εκείνος όταν την φίλαγε, τα άστρα όλα μάτωναν
Kι εκείνος όταν την τσίμπαγε, ο ήλιος εκρυβόταν)
Σινασσ. -Αρχέλ.
Συνών. γαϊπώνω, μουλλώνω, πλακώνω, χαχτώ
β. Μεσοπαθ., παραμονεύω Αξ., Αραβαν., Σίλ. : Πήγεν στο μύλο, κρυβίσ̑τεν 'ς το τ͑εκνέ· μπιρίξαν ντιαβόλ' το βραγύ (Πήγε στον μύλο, κρύφτηκε στην σκάφη· μαζεύτηκαν οι διάβολοι το βράδυ ) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ας κρυβισ̑τεί τὄνα μας κι ό,τ͑ις έν' ας το πσ̑άσουμ' (Ας κρυφτεί ο ένας μας, κι όποιος είναι (ο παρείσακτος) ας τον πιάσουμε ) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Κρυβίσκι, ντώκιν ντου (Κρύφτηκε και τον χτύπησε ) Σίλ. -Κωστ.Σ.
γ. Κρατώ κάτι μυστικό Αξ. : Μάνα τ' έκρυβεν ντo (Η μάνα της δεν της το αποκάλυπτε ) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.
2. Κλέβω Ουλαγ. : Πήαν πατισαχγιού ντο σπίτ' να κρύψουν ντα παράγια τ' (Πήγαν στην οικία του βασιλιά, για να κλέψουν τα λεφτά του) Ουλαγ. -Κεσ. Πατισαχγιού ντα παράϊα ντο έκρυψαν (Τα λεφτά του βασιλιά τα έκλεψαν) Ουλαγ. -Κεσ. Συνών. καπτώ, κλέβω, κουρτώ, χασεύω
3. Φυλάσσω, διατηρώ Μισθ., Σίλ., Τελμ. : Ντο δάκρεμα κρύβισ̑κα ντου τα ιριές (Τον μούστο (για το νάμα) τον κρατούσαν φυλαγμένο οι γριές) Μισθ. -Κωστ.Μ. Κρύψε τα κομΰρια και τα ξύλα να έρτει του ιχτιγιαριού το πάγος (Φύλαξε τα κάρβουνα και τα ξύλα μέχρι να έρθει το κρύο της γριάς-του Μαρτίου) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ.