μπιτής
(ουσ. αρσ.)
μπιτής
[biˈtis]
Ανακ., Μαλακ.
πιτ-τί
[pitˈti]
Φλογ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. bitti =το παιχνίδι κρυφτό (THADS, λ. bitti I).