ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

δίνημα (ουσ. ουδ.) ντίνημα [ˈdinima] Ουλαγ. Από το ρ. δίνω, όπου τύπ. ντίνω, με παραγωγ. επίθμ. -μα. Για τέτοιες μεταρρηματικές δομές, βλ. Κεσίσογλου (1951: 30).
Δόσιμο : Ντο ντίνημα γκολάι 'ναι άμ-μα ντο παίρημα τ' ζόρ' 'ναι (Το να δώσεις κάτι είναι εύκολο, αλλά το να το πάρεις πίσω είναι δύσκολο) Ουλαγ. -Κεσ. Συνών. δόσιμο :1