δίνημα
(ουσ. ουδ.)
ντίνημα
[ˈdinima]
Ουλαγ.
Από το ρ. δίνω, όπου τύπ. ντίνω, με παραγωγ. επίθμ. -μα. Για τέτοιες μεταρρηματικές δομές, βλ. Κεσίσογλου (1951: 30).
Τροποποιήθηκε: 11/07/2025