διπλαριά
(ουσ. θηλ.)
ντιπλαριά
[diplaˈrʝa]
Αραβαν.
Από το μεσν. ουσ. διπλάριν = πανί υφασμένο με διπλό στημόνι (< επίθ. διπλός και παραγωγ. επίθμ. -άρι) και το παραγωγ. επίθμ. -ιά.