Διλενός
(ουσ. αρσ.)
Διλενός
[ðileˈnos]
Ανακ.
Από το τοπων. Δίλα και το παραγωγ. επίθμ. -ενός.
Αυτός που κατοικεί στην Δίλα ή προέρχεται από αυτήν