ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

δίβολι (ουσ.) ντίβολ’ [ˈdivol] Αξ. διβόλ’ [ðiˈvol] Ανακ. Από το ρ. διβολίζω, όπου και τύπ. ντιβολίζω, υποχωρητ. Η παροξυτονία αναλογ. προς το ομόρριζο ουσιαστ. ουδ. δίβολος. Πβ. μεσν. ουσ. δίβολι ως τοπων. (12ος -13ος αι.) (βλ. ΙΛΝΕ, λ. διβόλι Ι, δίβολος Ι)
Το δεύτερο όργωμα του χωραφιού ό.π.τ. Συνών. διβόλισμα
Τροποποιήθηκε: 08/05/2025