δίβολι
(ουσ.)
ντίβολ'
[ˈdivol]
Αξ.
διβόλ'
[ðiˈvol]
Ανακ.
Από το ρ. διβολίζω, όπου και τύπ. ντιβολίζω, υποχωρητ. Η παροξυτονία αναλογ. προς το ομόρριζο ουσιαστ. ουδ. δίβολος. Πβ. μεσν. ουσ. δίβολι ως τοπων. (12ος -13ος αι.) (βλ. ΙΛΝΕ, λ. διβόλι Ι, δίβολος Ι)