ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

διβόλι (ουσ. ουδ.) διβόλ' [ðiˈvol] Γούρδ. ντιβόλ' [diˈvol] Αραβαν. Από αμάρτ. μεταγν. ουσ. διβόλιον, ουσιαστικοπ. υποκορ. του μεταγν. επιθ. δίβολος = διπλός. Πιθανή η υπόθεση του Καραποτόσογλου (2003: 197-198) για την άμεση σύναψη του πρώιμ. μεσν. ουδ. ουσ. δίβολον (πβ. Ἡσύχ. Δ 1479 «δίβολον· φᾶρος διπλοῦν») και συνεκδ. σημασιολ. μεταβολή από την σημ. ‘φαρδύ ένδυμα’ στην σημ. ‘φαρδύ σακκί’ (για την σχετική συζήτηση, βλ. ΙΛΝΕ, λ. διβόλι ΙΙ).
1. Σάκκος με δύο στόμια Γούρδ.
2. Μεγάλο σακκί για άχυρα Αραβαν.