δικράνι
(ουσ. ουδ.)
δικράνι
[ðiˈkrani]
Σινασσ.
ντικράν'
[diˈkran]
Αξ.
δεκράνι
[ðeˈkrani]
Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ.
ντιγρέν'
[diˈɣren]
Ανακ.
δεκράν'
[ðeˈkran]
Ανακ., Σίλατ., Φλογ.
ντεκράν'
[deˈkran]
Μισθ., Τροχ., Τσαρικ.
δεγκράνι
[ðeˈgrani]
Φάρασ.
ντεκράνdζι
[deˈkrandzi]
Αραβαν.
Από το μεσν. ουσ. δικράνι(ο)ν, υποκορ. του μεταγν. δίκρανον, ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. δίκρανος = δικέφαλος. O τύπ. ντιγρέν αντιδάν. από το τουρκ. dirgen, όπου και διαλεκτ. τύπ. dikren και diğren.
Διχαλωτό γεωργικό εργαλείο, δικράνι
ό.π.τ.
:
σ̑έριξαμ' ντα ντεμάτια μι ντου ντεκράν' ντατσ̑απάν', να γενεί μέγα κιάσ'
(Πετούσαμε τα δεμάτια με το δικράνι για να γίνει η θημωνιά)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ρανdίσκαναν μο το δεκράνι ’ς αώνι
(Τα σκόρπιζαν (ενν. τα δεμάτια) με το το δικράνι στο αλώνι)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Τίτο παίρισ̑καν ντα με το ντεκράν’
(Το τέτοιο (το άχυρο) το έπαιρναν με το δικράνι)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1555
|| Ασμ.
To τάρτε μου τσ̑ενdά μ' ανdί δεκράνι
(Το ντέρτι μου με κεντά σαν δικράνι)
Φάρασ.
-Λαμπρ.
Συνών.
αναδότης, ατκί