ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

δικράνι (ουσ. ουδ.) δικράνι [ðiˈkrani] Σινασσ. ντικράν' [diˈkran] Αξ. δεκράνι [ðeˈkrani] Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ. ντιγρέν' [diˈɣren] Ανακ. δεκράν' [ðeˈkran] Ανακ., Σίλατ., Φλογ. ντεκράν' [deˈkran] Μισθ., Τροχ., Τσαρικ. δεγκράνι [ðeˈgrani] Φάρασ. ντεκράνdζι [deˈkrandzi] Αραβαν. Από το μεσν. ουσ. δικράνι(ο)ν, υποκορ. του μεταγν. δίκρανον, ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. δίκρανος = δικέφαλος. O τύπ. ντιγρέν αντιδάν. από το τουρκ. dirgen, όπου και διαλεκτ. τύπ. dikren και diğren.
Διχαλωτό γεωργικό εργαλείο, δικράνι ό.π.τ. : σ̑έριξαμ' ντα ντεμάτια μι ντου ντεκράν' ντατσ̑απάν', να γενεί μέγα κιάσ' (Πετούσαμε τα δεμάτια με το δικράνι για να γίνει η θημωνιά) Μισθ. -Κοτσαν. Ρανdίσκαναν μο το δεκράνι ’ς αώνι (Τα σκόρπιζαν (ενν. τα δεμάτια) με το το δικράνι στο αλώνι) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Τίτο παίρισ̑καν ντα με το ντεκράν’ (Το τέτοιο (το άχυρο) το έπαιρναν με το δικράνι) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1555 || Ασμ. To τάρτε μου τσ̑ενdά μ' ανdί δεκράνι (Το ντέρτι μου με κεντά σαν δικράνι) Φάρασ. -Λαμπρ. Συνών. αναδότης, ατκί