δισκοπότηρο
(ουσ. ουδ.)
τισκοπότηρος
[tiskoˈpotiros]
Αραβ.
Από το μεσν. ουσ. δισκοπότηρον.
Δισκοπότηρο
Συνών.
αγιοπότηρο
Τροποποιήθηκε: 29/08/2024