δισκοπότηρο
(ουσ. ουδ.)
τισκοπότηρος
[tiskoˈpotiros]
Αραβ.
Από το μεσν. ουσ. δισκοπότηρον.
Δισκοπότηρο
Συνών.
αγιοπότηρο