ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

δίψα (ουσ. θηλ.) λίψα [ˈlipsa] Μαλακ., Μισθ., Τσαρικ., Φλογ. Αρχ. ουσ. δίψα με τροπή [ð] > [l].
Δίψα ό.π.τ. : || Φρ. Ψόφ’σα απ’ λίψα (Ψόφησα από την δίψα˙ διψώ υπερβολικά) Μισθ. -Κοτσαν. Γκιαμπιάρσα απ’ λίψα (Πέθανα από την δίψα˙ το ίδιο) Μισθ. -Κοτσαν. Παγίντ'σα ασ' λίψα (Μπαΐλντισα από την δίψα˙ το ίδιο) Μαλακ. -Τζιούτζ.