δίψα
(ουσ. θηλ.)
λίψα
[ˈlipsa]
Μαλακ., Μισθ., Τσαρικ., Φλογ.
Αρχ. ουσ. δίψα με τροπή [ð] > [l].
Δίψα
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Ψόφ’σα απ’ λίψα
(Ψόφησα από την δίψα˙ διψώ υπερβολικά)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Γκιαμπιάρσα απ’ λίψα
(Πέθανα από την δίψα˙ το ίδιο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Παγίντ'σα ασ' λίψα
(Μπαΐλντισα από την δίψα˙ το ίδιο)
Μαλακ.
-Τζιούτζ.