ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

διψάω (ρ.) διψώ [ðiˈpso] Σινασσ. διψάου [ðiˈpsau] Φάρασ. λιψώ [liˈpsο] Μισθ., Σίλ., Τσαρικ., Τσουχούρ. λιψάζω [liˈpsazo] Σεμέντρ. διψανίσ̑κω [ðipsaˈniʃko] Ανακ., Σίλατ. λιψανίσκω [lipsaˈnisko] Αξ., Φλογ. λιψανίσ̑κου [lipsaˈniʃku] Μισθ. Παρατατ. λίψανα [ˈlipsana ] Σίλατ. λιψάνgα [liˈpsaŋga] Τσουχούρ. Αόρ. εδίψησα [eˈðipsisa] Τελμ. δίψασα [ˈðipsasa] Σίλατ., Φάρασ. λίψασα [ˈlipsasa] Αξ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλατ., Τσαρικ. Μτχ. Παθ. διψασμένος [ðipsaˈzmenos] Σινασσ. λιψασμένο [lipsaˈzmeno] Αξ. λιψασμένου [lipsaˈzmenu] Μισθ., Σίλ. Μεταγν. ρ. διψάω από αρχ. ρ. διψήω. Ο τύπ. λιψάω με τροπή του [ð] > [l]. Κατά τον Dawkins (1916: 596) πιθ. με επίδρ. του ρ. λιμάζω. Οι τύποι σε -ίσκω με βάση το μη συνοπτ. θ. σε -ανα και το επίθμ. -ίσκω.
Διψάω ό.π.τ. : Αχ, έγελφη, λιψανίσ̑κω, λέει Κώστας στ’ Ελένη (Aχ, αδελφή, διψάω, λέει ο Κώστας στην Ελένη) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Έγελφη, λίψασα, ας πσ̑ώ λίγο λερό (Aδελφή, δίψασα, ας πιω λίγο νερό) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Λίψασα, κρέου λερό (Δίψασα, θέλω νερό ) Μισθ. -Κοτσαν. Τα φσάγα λίψασαν, πήγαν, ηύραν ένα qουγί (Τα παιδιά δίψασαν, πήγαν και βρήκαν ένα πηγάδι) Σίλατ. -Dawk. Έπιι σου ατό λερί λες τσι τσειόδουν λιψασμένου (Ήπιε τόσο νερό σαν να ήταν διψασμένος) Μισθ. -Κοτσαν. Ερ να λιψάνgινι τζ̑ο θέλνgινι ν’dα πει σα πεθερικά του 'γνέντα, ήτουνι άιπι! (Αν διψούσε, δεν έπρεπε να πιεί μπροστά στα πεθερικά της, ήταν ντροπή!) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Αφήκις τσ' έφ'χις μηστικό, λιψασμένου (Έφυγες και μ' άφησες νηστικό, διψασμένο) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ερ να λιψάνgινι τζ̑ο θέλνgινι ν’dα πει σα πεθερικά του ’γνέντα, ήτουνι αΐπι! (Αν διψούσε, δεν έπρεπε να πιεί μπροστά στα πεθερικά της, ήταν ντροπή!) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. || Ασμ. Σκλάβε μ' πεινάς; Σκλάβε μ' διψάς; Σκλάβε μ' ρούχα θέλεις;
Ούτε πεινώ, ούτε διψώ, ούτε ρούχα σας θέλω
Σινασσ. -Λεύκωμα
Ο μαύρος μου εδίψησε και πιάσε μονοπάτσι
το μονοπάτσι πήγε με βουνόκρυο πηγάδι
(Το άλογό μου δίψασε και πήρε ένα μονοπάτι
Το μονοπάτι με πήγε σε ένα πηγάδι με κρύο βουνίσιο νερό)
Τελμ. -Lag.
Συνών. γανιάζω