διχά
(ουσ. θηλ.)
διχά
[ðiˈxa]
Φάρασ.
δεχά
[ðeˈxa]
Φάρασ.
Από το μεταγν. ουσ. διχάλα, με αποβολή του μεσοφωνηεντικού [l] (Dawkins 1916: 580, Ανδριώτης 1948: 30) και απλοποίηση των δύο επάλληλων [a] .
Το σημείο της βουβωνικής χώρας όπου χωρίζουν τα σκέλη από το σώμα
Φάρασ.