διραποζόνι
(ουσ. ουδ.)
διραποζόν'
[ðirapoˈzon]
Γούρδ.
Από το τουρκ. ουσ. tırabzan ή trabzan (< περσ. darbazīn ή darābzīn )= κιγκλἰδωμα, φράκτης. Κατά τον Νişanyan (2002- 2020: λ. trabzan) πιθ. υφίσταται ετυμολογ. σύνδεση με το αρχ. ουσ. τράπεζα.