δούλεμα
(ουσ. ουδ.)
δούλεμα
[ˈðulema]
Φλογ.
ντούλιμα
[dulima]
Μισθ.
Από το αρχ. ουσ. δούλευμα. Ο τύπ. δούλεμα νεότ.
1. Ενασχόληση με ένα έργο, εργασία
Μισθ., Φλογ.
:
Ντουλεύουμ’ ντουλεύουμ’, ντα έξοδα ντέν ντα βγάλλ'νι! Τί να δου κάνουμ’ τέτοιο ντούλιμα
(Δουλεύουμε, δουλεύουμε, τα έξοδα δεν τα βγάζουμε! Τι να την κάνουμε τέτοια εργασία)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Φρ.
Τι κετσίμ’ κρεύ’ δούλεμα
(Η ζωή απαιτεί εργασία˙ προαπαιτούμενο για τον βιοπορισμό είναι η εργασία)
Φλογ.
2. Εκγύμναση, εξάσκηση
Μισθ.
:
Αδυνατίζ’ ντου πτάρ’, κρεύ’ ντούλιμα
(γίνεται αδύναμο το πόδι μου θέλει άσκηση)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.