ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

δούλεμα (ουσ. ουδ.) δούλεμα [ˈðulema] Φλογ. ντούλιμα [dulima] Μισθ. Από το αρχ. ουσ. δούλευμα. Ο τύπ. δούλεμα νεότ.
1. Ενασχόληση με ένα έργο, εργασία Μισθ., Φλογ. : Ντουλεύουμ’ ντουλεύουμ’, ντα έξοδα ντέν ντα βγάλλ'νι! Τί να δου κάνουμ’ τέτοιο ντούλιμα (Δουλεύουμε, δουλεύουμε, τα έξοδα δεν τα βγάζουμε! Τι να την κάνουμε τέτοια εργασία) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Φρ. Τι κετσίμ’ κρεύ’ δούλεμα (Η ζωή απαιτεί εργασία˙ προαπαιτούμενο για τον βιοπορισμό είναι η εργασία) Φλογ.
2. Εκγύμναση, εξάσκηση Μισθ. : Αδυνατίζ’ ντου πτάρ’, κρεύ’ ντούλιμα (γίνεται αδύναμο το πόδι μου θέλει άσκηση) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.